- υπερορίως
- Μεπίρρ. βλ. υπερόριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερορίως — ὑπερόριος over the boundaries adverbial ὑπερόριος over the boundaries masc acc pl (doric) ὑπερόριος over the boundaries adverbial ὑπερόριος over the boundaries masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek